- συγκατηγορουμένη
- συγκατηγορέωjoin in accusingpres part mp fem nom/voc sg (attic epic)συγκατηγορέωjoin in accusingpres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατηγορώ — συγκατηγορῶ, έω, ΝΑ [συγκατήγορος] 1. είμαι κατήγορος κάποιου μαζί με άλλον ή κατηγορώ μαζί περισσότερους από έναν («συγκατηγόρει μετ ἐκείνου σου καὶ τῶν ἐχθρῶν τῶν σῶν», Δημοσθ.) 2. (λογ.) αποδίδω μια ιδιότητα από κοινού με άλλους σε έναν ή σε… … Dictionary of Greek